
Με αφορμή μια συζήτηση στο μπλογκ του Γρηγόρη Φαρμάκη, θέλω ν’ αναπτύξω εδώ κάποιες σκέψεις που θα ήταν κατάχρηση χώρου να τις καταθέσω εκεί σαν σχόλιο.
Ισχυρίζεται -πολύ σωστά- ο Γρηγόρης ότι οι προσπάθειες για καλλιέργεια της επιχειρηματικότητας έχουν πάρει την μορφή ενός reality show, που σκωπτικά αποκαλεί
Next Top Business Model. Αφού δε, με κατανόηση είναι η αλήθεια, απορρίψει αυτή την πρακτική, καταλήγει, στο ότι αυτό που απλά χρειάζεται να κάνουμε είναι να επιμείνουμε στο να κάνουμε αυτό που ξέρουμε καλύτερα:
Θα αποκτήσουμε επιχειρηματικότητα και καινοτομία, αναγκαστικά σχεδόν, παρά τις επιδοτήσεις, και όχι εξ’ αιτίας τους. Με ιδέες για υπηρεσίες και προϊόντα που θα γεννηθούν και θα πετύχουν απρόσμενα, σε τομείς που δεν θεωρούμε τώρα στρατηγικούς, αναδεικνύοντας ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα που δεν φανταζόμαστε. Χωρίς να περιμένουμε να σκεφτούμε πρώτα το επόμενο επαναστατικό προϊόν ή την επόμενη πρωτότυπη ψηφιακή υπηρεσία. Ας κάνουμε ό,τι ξέρουμε και μπορούμε να κάνουμε. Αρκεί να το κάνουμε κάθε μέρα καλλίτερα.
Κι ενώ αυτό ακούγεται γοητευτικό, εδώ αρχίζουν οι αντιρρήσεις μου.
Καταρχήν ας διευκρινήσουμε ότι άλλο ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας κι άλλο οικονομική ανάπτυξη. Είναι δεδομένο ότι το πρώτο συντελεί στο δεύτερο αλλά όχι μονοσήμαντα. Δεν επέρχεται ανάπτυξη μόνο με ενθάρρυνση της νέας επιχειρηματικότητας. Κι οι παρακάτω παρατηρήσεις διέπονται απ’ αυτό το πνεύμα κι εστιάζονται μόνο στο μερικώτερο θέμα της ανάπτυξης της επιχειρηματικότητας κι όχι γενικά στην οικονομική ανάπτυξη, αν και πάντα την θεωρούν σα ζητούμενο.
α. Για ποιά επιχειρηματικότητα μιλάμε;
Μιλάμε για ανάπτυξη επιχειρηματικότητας εδώ και καιρό χωρίς να διευκρινίζουμε για ποιά επιχειρηματικότητα μιλάμε. Υπάρχουν 4 είδη επιχειρηματικότητας
- των μικρών επιχειρήσεων
- των startups με προσδοκίες γρήγορης ανάπτυξης
- των υφιστάμενων/μεγάλων επιχειρήσεων που αναπτύσουν νέες δραστηριότητες
- η κοινωνική επιχειρηματικότητα.
Που έχουμε έλλειμα επιχειρηματικότητας; Σίγουρα όχι στην πρώτη κατηγορία. Σαν απόδειξη παραθέτω ένα απόσπασμα από τον Oδηγό Νέων Επιχειρηματιών του ALBA (τα έντονα δικά μου):
Ειδικότερα, στην Ελλάδα παρατηρείται (σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) η μεγαλύτερη πυκνότητα επιχειρήσεων (69 επιχειρήσεις ανά 100 κατοίκους, έναντι 63 της Ισπανίας και 49 ως μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Το σύνολο σχεδόν των επιχειρήσεων στην Ελλάδα είναι μικρού και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα, το 96% των επιχειρήσεων είναι πολύ μικρές εταιρίες με ένα έως εννιά άτομα προσωπικό. …
… Σύμφωνα με μελέτη του ΙΟΒΕ (στοιχεία 2005), εκτιμάται ότι οι μικρομεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις συγκεντρώνουν το 86,6% της συνολικής απασχόλησης της χώρας.
Τα παραπάνω στοιχεία μας οδηγούν σε συμπεράσματα και για τις μεγάλες επιχειρήσεις: αφού δεν έχουμε πολλές μεγάλες επιχειρήσεις, δεν αναμένουμε από κει κάποια ιδιαίτερα αποτελέσματα σε ανάπτυξη νέων δραστηριοτήτων.
Θ’ αφήσω εκτός την κοινωνική επιχειρηματικότητα λόγω της ιδιαιτερότητας της για να περάσω στην διαπίστωστη ότι η επιχειρηματικότητα που ΔΕΝ διαθέτουμε σχεδόν καθόλου είναι αυτή των startups με προσδοκίες γρήγορης ανάπτυξης. Το ερώτημα είναι “την θέλουμε” και γιατί;
β. Θέλουμε high growth startups;
Η συνήθης απάντηση είναι ναι (μ’ ένα άρρητο ‘γιατί όχι;’). Αλλά δεν είναι ειλικρινής. Κι η ανειλικρίνεια μπορεί να φανεί μόνο αν καταλάβουμε την δυναμική των πολύ μικρών επιχειρήσεων και την αντιδιαστείλουμε με το ζητούμενο για να φανεί η έλλειψη. Γιατί πέραν του ότι ελάχιστες από τις μικρές επιχειρήσεις μεγαλώνουν, έστω κι αργά, η κύρια συγκέντρωση τους είναι σε κλάδους πολύ συγκεκριμένους, πολύ παραδοσιακούς και μάλλον κορεσμένους. Ξανά, από τον οδηγό του ALBA:
… στα αρνητικά καταγράφεται η υψηλή συγκέντρωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας στους κλάδους του λιανικού εμπορίου, των ξενοδοχείων και της εστίασης.
Αν πιστεύουμε ότι αυτοί οι κλάδοι (που κατά πολύ έχουν σχέση με τουρισμό και λαϊφ στάιλ κατανάλωση) μπορούν να δώσουν στην Ελλάδα το ΑΕΠ που της λείπει για να κλείσει την τρύπα τον εξαγωγών/ελλειμάτων, όχι δεν χρειαζόμαστε άλλα startups. Αλλά, δυστυχώς, και πάντα κατά τη γνώμη μου, αυτοί οι κλάδοι, μ’ αυτή τη μορφή επιχειρήσεων δεν μπορούν να μας πάνε πολύ μακρυά. Γιατί αν μπορούσαν, είχαν την ευκαρία να το κάνουν από τον 1970 και μετά, και δεν το έκαναν.
Αν θέλουμε να ξεφύγουμε από την αναιμική ανάπτυξη η απάντηση είναι:
- Θέλουμε startups που θα μπορέσουν σε μερικά χρόνια να πάνε από το μηδέν στα εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ (αυτό είναι high growth) και μάλιστα με τζίρους που θα προέρχονται κατά κύριο λόγο από το εξωτερικό και θα πλουτίζουν τη χώρα. Αυτή τη στιγμή δεν διαθέτουμε ούτε ένα.
- Θέλουμε startups που να μπορούν να τα εξαγοράσουν μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις για να λειτουργήσουν σαν αιμοδοσία ανανέωσης στις δραστηριότητες, κι όχι για να δικαιολογηθούν τα λεφτά από κάποιο χρηματιστήριο όπως το 1999. Αυτή τη στιγμή ζήτημα αν διαθέτουμε μια χούφτα.
- Θέλουμε startups που θα μπορέσουν να συγκρατήσουν τη διαρροή όλου του καλού ανθρώπινου δυναμικού στο εξωτερικό. Αυτή τη στιγμή ζήτημα αν διαθέτουμε λίγες δεκάδες.
Για να μην παρεξηγηθώ, επειδή τα startups έχουν σχεδόν ταυτιστεί με internet statups τον τελευταίο καιρό, διευκρινίζω ότι δεν χρησιμοποιώ τον όρο έτσι, κι επίτηδες αφήνω ανοιχτό το θέμα των κλάδων.
γ. Μπορεί να προκύψουν από μόνα τους;
Ναι, θέλουμε όλα τα παραπάνω αλλά πως θα τα έχουμε; Αρκεί το business as usual, ακόμα κι αν ότι κάνουμε το κάνουμε κάθε μέρα καλύτερα, όπως λέει ο Γρηγόρης στο προαναφερθέν ποστ; Πολύ αμφιβάλλω. Και βέβαια, με λίγη ακόμα επιδότηση θα πάρουμε λίγη ακόμα διαφθορά. Γιατί, κι εδώ συμφωνώ με τον Γρηγόρη, το θέμα δεν είναι τα λεφτά. Λεφτά υπάρχουν (ακόμα). Και σε δημόσιους αλλά και στους πολύ παραβλεπόμενους ιδιωτικούς κορβανάδες. Μυαλά που θα επενδύσουν δεν υπάρχουν. Και μυαλά που θα επιχειρήσουν επίσης. Κι όλα τα business reality shows σ’ αυτό τουλάχιστον, έστω κι από σπόντα, μπορούν να συντελέσουν. Ν’ αρχίσουν ν’ αναπροσανατολίζουν μυαλά. Δεν είναι κακό να εμπνευστείς από κάτι που μπορεί στην πράξη να είναι ανέφικτο για σένα. Εξάλλου η επιχειρηματικότητα είναι κυνήγι ονείρων κι ανεμόμυλων κι αυτό φαίνεται από τα ποσοστά αποτυχίας.
Αλλά ούτε θεσμοί υπάρχουν, ούτε στοιχειώδεις υποδομές. Τ’ αντικίνητρα είναι σωρό και γι αυτό έγραψα και σαν απάντηση στο μπλογκ του ΓΦ ότι:
Η ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας απαιτεί παρέμβαση. Όλα τα ιστορικά παραδείγματα αυτό δείχνουν. Κι οι δρόμοι που μπορεί ν’ ακολουθήσει μια χώρα που δεν ανήκει την πρώτη φουρνιά των ανεπτυγμένων και βιομηχανικών, είναι δυο: ο δρόμος της Ασιατικής τίγρης, που περνάει μέσα από σχεδόν μηδενικά εργατικά κόστη, κι ο δρόμος της εστιασμένης τεχνολογικής ανάπτυξης (βλέπε Ισραήλ, Σιγκαπούρη, Φινλανδία και πρόσφατα Χιλή). Η ιστορία του δεύτερου μας διδάσκει ότι απαιτήθηκε πάντα μια κρατική παρέμβαση που οδήγησε την ανάπτυξη. Κι εδώ είναι το δια ταύτα: για να έχεις επιτυχημένες κρατικές παρεμβάσεις, πρέπει να έχεις κράτος.
Ο Αρίστος Δοξιάδης , σε σχόλιο του, κάπως εξέλαβε ότι η παραπάνω αποστροφή σημαίνει τη συμφωνία μου με τη συνέχιση των επιχορηγήσεων. Κάθε άλλο. Είναι τελείως διαφορετικό το να έχεις κράτος που επιχορηγεί ή, ακόμα χειρότερα, επιχειρεί, από κράτος που βοηθά.
Πως θα γίνει αυτό; Είναι αντικείμενο μιας άλλης, μεγάλης, κουβέντας.
ΥΓ. Παραβρέθηκα το πρωϊ στην εκδήλωση HitechExports κι άκουσα τον Γρηγόρη ν’ αναπτύσσει παρόμοιες θέσεις live σε μια ομολογουμένως εντυπωσιακή παρουσίαση. Πρόσθεσε δε και μια άλλη διάσταση, για την οποία έχω μεγάλη ευαισθησία: την πολιτισμική διάσταση της επιχειρηματικότητας. Kudos!